τριαντάρι

τριαντάρι
το
ποσότητα τριάντα όμοιων πραγμάτων: Πλήρωσα ένα τριαντάρι γι' αυτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριαντάρι — το, Ν 1. ποσό που αποτελείται από τριάντα όμοια πράγματα 2. χρηματικό ποσό συνολικής αξίας τριάντα δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + υποκορ. κατάλ. άρι (πρβλ. εικοσ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • τριανταριά — η, Ν [τριαντάρι] (μόνο στη φρ.) «καμιά τριανταριά» περίπου τριάντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”